κατηφώ

κατηφώ
κατηφῶ, -έω (Α) [κατηφής]
1. κατεβάζω τα μάτια κυρίως από λύπη ή ντροπή, είμαι κατηφής, δύσθυμος, κατσουφιάζω (α. «μνηστῆρες δ' ἀκάχοντο κατήφησάν τ' ἐνὶ θυμῷ», Ομ. Οδ. β. «τὶ δὴ κατηφεῑς ὄμμα καὶ δακρυρροεῑς» — γιατί έχεις κατεβασμένα τα μάτια και κλαις; Ευρ.)
2. (για ζώα και ιδίως άλογα που έχουν την ασθένεια νυμφίαση) έχω τα μάτια χαμηλωμένα και γεμάτα δάκρυα («κατηφεῑ δὲ ἀεί, κἂν λυττήσῃ», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατηφῶ — κατηφέω to be downcast pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατηφέω to be downcast pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφιώ — (Α κατηφιῶ, άω, επικ. μτχ. κατηφιόων)* (δ. γρφ. τού κατηφώ) είμαι κατηφής, είμαι σκυθρωπός, σκυθρωπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατηφῶ, κατά τα ρ. σε ιάω, ιῶ, δηλωτικά ασθένειας, πρβλ. ιλλιγ ιώ, λαρυγγ ιώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”